- συνεννέπω
- συνεννέπω,A agree with, τινι, A.R.4.1277 (tm.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεννέπω — Α συμφωνώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐννέπω «μιλώ, διηγούμαι»] … Dictionary of Greek